- μεταμορφωσιγενής
- -ές1. αυτός που προέρχεται από μεταμόρφωση2. φρ. «μεταμορφωσιγενή πετρώματα» — παλαιότερος όρος για τα μεταμορφωμένα πετρώματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek